αδειαστικά

αδειαστικά
τα плата (рабочим, грузчикам) за освобождение помещения (от чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδειαστικά" в других словарях:

  • αδειαστικά — τα η αμοιβή που δίνεται σε εργάτες για το άδειασμα σπιτιού, αποθήκης κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδειαστικός — ή, ό [αδειαστής] 1. αυτός που αναφέρεται στον αδειαστή, τον εκκενωτή 2. (συνήθως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδειαστικά πληρωμή, αμοιβή για εκκένωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»